[Στην ακτογραμμή της ομορφιάς σου…]
Στην ακτογραμμή της ομορφιάς σου
τραβούν τις βάρκες τους
Σαρακηνοί και Νορμανδοί.
Εσύ λείπεις χρόνια.
Αυτό το σώμα είναι πλασμένο
για υπερπόντιους έρωτες.
Το σώμα σου η πατρίδα μου,
του πρόσφυγα η πατρίδα.
* * *
[Σαν το γιασεμί και συ…]
Σαν το γιασεμί και συ
τις νύχτες τραγουδάς τις ευωδιές
σου,
λουλούδι μου,
τσουρέκι μου,
αμυγδαλάκι μου καραμελωμένο.
Νησί της σωτηρίας ή
ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις.
Ηττήθηκα απ’ το κρασί.
Σαν μυστικό αλώθηκα,
προδόθηκα σαν πατρίδα.
* * *
[Επιλογή στον ίσκιο σου να ζω…]
Επιλογή
στον ίσκιο σου να ζω και ν’
ανασαίνω·
αφίσα
που επάνω της κολλήθηκε άλλη
αφίσα.
(Αν προσπαθήσει κάποιος να τις
ξεχωρίσει
στα δάχτυλά του οι σάρκες τους
σαν κρόσσια θ’ ανεμίζουν·
κι όσο για τα γραμμένα της,
θε να διαβάσει τόσα,
όσα η πάνωθε αφίσα επιτρέψει).
* * *
[Χρόνια μετά, τα λόγια σου…]
Χρόνια μετά, τα λόγια σου,
πλανιούνται στον αέρα.
Τα πιάνουνε οι μάγισσες με τ’
ακροδάχτυλά τους
και τρίμματα υποσχέσεων τα
κάνουν,
χρυσόσκονη επάνω απ’ τα βρέφη.
Κουνούν τα ποδαράκια τους εκείνα
και γελούνε.
Στο δάσος τα ελάφια
γυρνούν σαγηνευμένα το κεφάλι,
αποξεχνιούνται,
γαληνεύουν.
Κι ο λύκος στα δυο μέτρα.
* * *
[Το νιώθεις το κακό…]
Το νιώθεις το κακό,
τις ώρες
που αργά σε κατακλύζει.
Προχθές
με μίσος σκότωσα στο δώμα μιαν
αράχνη,
εχθές
έβρισα άσχημα έναν συνάδελφό μου
και λίγη ώρα πριν
απ’ την Εδέμ σε εξόρισα
διότι
ο Παράδεισος
που μέσα μου μεγάλωνες
άρχισε να με πνίγει.
* * *
[Νερό, λίγο νερό…]
Νερό,
λίγο νερό,
διψάω.
Δυο τρεις σταγόνες στάξε μου
στα χείλη, αγαπημένη.
Το όνομά μου μη ρωτάς·
Ιβάν, Δημήτρης, Παύλος,
τι νόημα έχει πλέον;
Έτσι, καθώς ακούγεται η μάχη να
τελειώνει,
λίγο ας πιστέψω ότι συμπονέθηκα
κι εγώ
κι ας φύγω μ’ ένα ψέμα
και τελευταία εικόνα μου
το δέντρο που μαράθηκε
στο σφιχταγκάλιασμά μου.
* * *
[Τρεις φλέβες…]
Τρεις φλέβες.
Και τις τρεις, τις κράτησες για
σένα.
Του Δούναβη, την έκανες στολίδι,
του κρασιού, την πίνεις σαν
νεράκι,
και του έρωτα την έσκισες στα
δύο.
Ένας κόκκινος λεκές στο
πουκάμισο,
απλώνεται, απλώνεται
και όλα ξεθωριάζουν και παγώνουν.
Μέσα μου χορεύει βαλς
ένας ματωμένος Δούναβης.
* * *
[Ήθελα να σε θαυμάζω μαγεμένος…]
Ήθελα να σε θαυμάζω μαγεμένος
όπως παιδί σε παιχνιδούπολη,
το κάθε μπράτσο σου
−ίδιο καρβέλι φρέσκο−
να φιλήσω αντίδωρο,
τις μασχάλες σου
που μοιάζουνε μικρά αιδοία
να προσκυνήσω,
τα πόδια σου, τα στήθια σου,
να τα αγγίξω τρυφερά
καθώς ο γλύπτης που χαϊδεύει το
αριστούργημά του.
Ήθελα
για μια ολόκληρη ζωή να σε υμνώ
πέντε φορές τη μέρα σαν τον
μουεζίνη,
γυμνά τα πέλματά σου
να ηχήσουν στο μωσαϊκό
κάθε πικρού μου Αυγούστου.
Να γράψω ήθελα
όλα τα νέα ποιήματά μου στο κορμί
σου
με χείλη, σώμα
και τα χέρια μου που αγάπησες
κι εσύ με τους γλυκούς σου
στεναγμούς
να τ’ απαγγέλεις,
αγαπημένη μου,
πλάσμα συναρπαστικό·
να φωσφορίζουν πάνω σου στ’
όμορφο βάδισμά σου,
να είσαι μια κινούμενη λατρείας
συλλογή,
κι όλοι θα διάβαζαν τα ίχνη της
πνοής μου,
όλοι θα έψελναν το πόσο σ’ αγαπώ.
Ήθελα
έρωτα να σου κάνω,
αγρίμι
κι αγριμάκι,
κι έπειτα −όπως ο πρόσφυγας
που επιστρέφει στην πατρίδα−
να κλάψω αφάνταστα
επάνω στο κορμί σου
για όσα χρόνια
σε στερήθηκαν
τα μάτια μου.
* * *
Από τη συλλογή «Όλα στο μαύρο»,
Ρώμη 2022.
Ο
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια όπου και ζει. Έχουν
εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του, "Η τράπουλα του καλοκαιριού" (Ars
Poetica, 2012), "Furor Scribendi" (Ars Poetica, 2013), "Ο
άστεγος της οδού Χαμογέλων" (Σαιξπηρικόν, 2015), "Έλαβον"
(Σαιξπηρικόν, 2017), "Τα μεροκάματα ενός έρωτα" (Εντευκτήριο, 2019),
"Της μιας ανάσας ποιήματα" (Κουκκίδα, 2021), "Όλα στο
μαύρο" (Ρώμη, 2022), "Οκτώηχος Της Αχανούς [Επιλογές και θραύσματα]"
(Ρώμη, 2023), "Κάτοψη" (Ρώμη, 2023) και "Αλήθειες &
Μυθεύματα [24 ώρες]" (ΑΩ Εκδόσεις, 2025). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί
σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.



