Όλοι είμαστε γεμάτοι από βαθιές ρωγμές
κάποιοι απλώς μοιάζουν πιο στέρεοι
φοράνε σφιχτές ζώνες από λήθη
και τα κομμάτια συγκρατούν
μ’ αυτό το τέχνασμα
οι περισσότεροι χωρίς τη ζώνη ασφαλείας
μ’ όλες τους τις αναμνήσεις στο προσκήνιο
κάποια στιγμή απροειδοποίητα διαλύονται
αλλού τα χέρια κι αλλού τα πόδια
αλλού η καρδιά κι αλλού τα μάτια
μέσα από αυτή τη κατεδάφιση
ξεπηδά ελεύθερη η ψυχή τους
πετάει ψηλά και κάνει κύκλους γι’ ώρα
τέλος αποκαμωμένη κουρνιάζει
σε μια του ουρανού στοργική γωνιά
για πάντα.
ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Όταν τα πουλιά αλλάζουν φτέρωμα
Και τα ελαφριά τα πούπουλα τα παίρνει ο αέρας
Μη θαρρείτε πως χάνονται
Του κάτω κόσμου οι κάτοικοι
Με στοργικές χειρονομίες τα μαζεύουν
Στους μισοσκότεινους και σπηλαιώδεις θόλους
Εκείνα όλα τα μικρά φτερά
Με υπομονή αποθηκεύουν
Και περιμένουν να γίνουν τόσα
ώστε να φτιάξουν μ’ αυτά ανεμόσκαλες
Πάνω να ανεβούν
Να αντικρύσουν λίγο φως
Να αισθανθούν στο παγωμένο σώμα τους
Τη θαλπωρή της μέρας
Κι ίσως κρυφά να ρίξουν μια ματιά
Μονάχα μια ματιά και τίποτα άλλο
Σε εκείνους που από χρόνια
Έχουν αφήσει πίσω.

